ἐρατεινῆς

ἐρατεινῆς
ἐρατεινός
lovely
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐρατεινῇς — ἐρατεινός lovely fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ACHILLEA — I. ACHILLEA alias Achillis, idos, Achillis cursus, peninsula est non procul ab ostiô Borysthenis, ad formam gladii in transversum porrecta, ab exercitatione Achillis nomen habens. Dionysius Perieg. Ταῦροι θ᾿ οἱ ναίουϚιν Α᾿χιλλῆος δρόμον αἰπυν´.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αρπάζω — και αρπάχνω (AM ἁρπάζω) 1. παίρνω ή πιάνω κάτι στα χέρια μου γρήγορα και ορμητικά («άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε» πρβλ. «ἁρπάσσω τα ὅπλα», Ξεν. «άρπαξε ο λύκος το πρόβατο») 2. αποσπώ ή παίρνω μαζί μου με τη βία («αρπάξανε μια κοπέλα» πρβλ. «ὅτε… …   Dictionary of Greek

  • Ερατεινή — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 15 μ., 726 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωρίδος του νομού Φωκίδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τολοφώνος. Άποψη του λιμανιού της Ερατεινής στη Φωκίδα. Ο παράλιος οικισμός Ερατεινή του νομού Φωκίδος βρίσκεται στη βόρεια ακτή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”